- σωληνοειδῶν
- σωληνοειδήςpipe-shapedmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek
κεραιικός — ή, ό φρ. ζωολ. «κεραιικοί αδένες» ονομασία ζεύγους σωληνοειδών εκκριτικών οργάνων που απαντούν σε ορισμένα αρθρόποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κεραι ικός αντί του ορθ. κεραϊκός (πρβλ. Αχαιός > αχα ϊκός) < κεραία + ίκος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek